- ἐνθρίακτος
- ἐνθρίακτοςinspiredmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενθρίακτος — ἐνθρίακτος, ον (Α) [θριάζω] ένθεος, εμπνευσμένος, ενθουσιασμένος … Dictionary of Greek